συνεπαιωρούμαι

συνεπαιωρούμαι
-έομαι, Α
εξακολουθώ να αιωρούμαι πάνω από κάποιον («ἐπεδείκνυντο... ἀετὸν ὑπὲρ κεφαλῆς Ἀλεξάνδρου συνεπαιωρούμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπαιωροῦμαι «κρέμομαι πάνω από κάτι, αιωρούμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”